- καθυγρασμός
- καθ-υγρασμός, ὁ, Anfeuchtung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καθυγρασμός — καθυγρασμός, ὁ (Α) [καθυγραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθυγραίνω, η ύγρανση από βρέξιμο («ἡ γλῶττα δεῑται καθυγρασμοῡ», Αέτ.) … Dictionary of Greek
καθυγρασμός — moistening masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυγρασμοῦ — καθυγρασμός moistening masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)